Ένα Δεκεμβριανό φωτογράφημα
Τον αναγνωρίζανε όλοι στο χωριό Βρονταμά Λακωνίας ως θείο Βαγγέλη, καθώς η πασιφανής έκπτωση του συγγενή μας, τού στέρησε ακόμα και αυτόν τον επαρχιακό τίτλο του “μπάρμπα” στο σχήμα της προσφώνησης. Το αστικό προσωνύμιο υπενθύμιζε ηχηρά σε εμάς τα παιδιά, ξαδέρφια της πόλης, την οικογενειακή συσχέτιση μαζί του, κάθε φορά που τον απαντούσαμε στις διακοπές του χειμώνα.
Αναδρομικά σκεπτόμενοι, τον προσδοκούσαμε το θείο με την εμμονή των εικονογραφημένων αστρονόμων στο εξώφυλλο του Καζαμία να εντοπίσουν το άστρο της Βηθλεέμ στον ουράνιο θόλο. Καθώς δίχως τον ενστερνισμό του Βαγγέλη, μεταφορικά νοώντας δίχως την τήξη της τάξης των πραγμάτων, δεν θα ακολουθούσε η μοιραία σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη, και κατά συνέπεια ούτε και η αθανασία αυτών ως καρπός της επερχόμενης γέννησης του Θεανθρώπου. Με κίνδυνο, έτσι, να αναρριχηθεί λειψή στην παιδική μας κοσμογονία η λεγόμενη κορύφωση του χριστουγεννιάτικου πνεύματος. Παρακινούμενα από την άγουρη περιέργεια περί των θείων, παραφυλούσαμε στην αγορά του χωριού να τον συναντήσουμε.
Ο θείος κινιόταν πεισματικά γύρω από τα καφενεία της βραδινής πλατείας, ανακατωμένος από τη βουή των εορτών. Απόσταινε για να ακούσει τον απόηχο της μάζωξης των ανδρών στο τριγμό της τζαμαρίας, να εισπνεύσει μια τζούρα κάπνας στο στιγμιαίο ανοιγόκλεισμα της πόρτας. Η ενέργεια που ανάβλυζε στη βάδιση μας συνέπαιρνε, αφού ερχόταν σε αντίθεση με τη βιολογική ηλικία του παραστατικού του. Τον παρατηρούσαμε ενώ διστάζαμε να τον πλησιάσουμε, όχι τόσο εξαιτίας της ιδιωματικής αύρας που απέπνεε, όσο από ενστικτώδη σεβασμό απέναντι στο μεγαλόσωμο αλλά σκυφτό στην κράση του, αξύριστο κι ακούρευτο άνδρα. Εξάλλου γνωρίζαμε πως σύντομα, ανήμερα των Χριστουγέννων, θα μας επισκεπτόταν ο ο ίδιος στο πατρικό, πιστός στο καθιερωμένο τελετουργικό της θαλπωρής.

Κατά κανόνα συνέβαινε το εξής:
Άνοιγε την εξώπορτα διακριτικά – δίχως να σκούξει η σαθρή κάσα – κι ανέβαινε στη ταράτσα με τη σιγουριά ανθρώπου μαθημένου στο σκοτάδι. Τραβώντας το σύρτη γλιστρούσε, γαλήνιος ο θείος, με μισή δρασκελιά από την τσιμεντόπλακα στο μωσαϊκό. Ο μυρωδάτος από το λιβάνι αέρας – συγχωρημένη γιαγιά! – συγχρωτιζόταν με τη λιπαρή αναθυμίαση των χωμάτινων ρούχων του, βάζοντας προσάναμμα στο τσούρμο των ξαδερφιών να τρέξουν στην είσοδο του σπιτιού.
Ο Βαγγέλης κατευθυνόταν με κυνική αποφασιστικότητα προς το καμαράκι, το τρεμάμενο χέρι του έσουρνε την καρέκλα για να καθίσει ο αμάθητος στα νοικοκυριά κορμός, πριν χαμηλώσει συνθηματικά το σημαδεμένο του κεφάλι στη φορμάικα του τραπεζιού. Με εκκλησιαστική περισυλλογή, τότε, οι ενήλικες της οικογένειας τοποθετούσαν κουτάλι, ψωμί, μετά νερό και στο τέλος το ξέχειλο πιάτο κάτω από από πηγούνι του. Σιωπηλοί μάρτυρες γύρω από τη σόμπα οι παιδικοί μας εαυτοί, γινόντουσαν κοινωνοί του αρχαϊκού νήματος που έδενε το μακροσυγγενή μας με απλωμένες τις ωλένες στο τραπέζι, τη σκεπτικά βουβή γιαγιά καθισμένη στην κόγχη του κρεβατιού και δίπλα τον ανοϊκό παππού να μετεωρίζει το βλέμμα του στο χώρο. Μέχρι να καταλυθεί η θυμική μυσταγωγία από την έρρινη φωνή της πρεσβυτέρας – χαρακτηριστικό της έντασης – να ρωτά αν πεινά ακόμα ο μπατζανάκης της, καθώς αυτός κατάπινε συρικτικά την τελευταία γουλιά από το ποτήρι.
Ο θείος σπάνια έγνεφε καταφατικά. Συνήθως σηκωνόταν για να περπατήσει, μονοφασικά όπως ήρθε, προς την εξοδούχα πλέον πόρτα. Πριν τη διαβεί, θα έκανε στροφή προς το μέρος των συναθροισμένων των συγγενών, με τη κυρτή κορμοστασιά να σκιάζεται πάνω τους μέσα από το φως του καντηλιού. Στροφή για να κερδίσει την απαραίτητη ροπή, ώστε ορθώνοντας στιγμιαία το κεφάλι του κι αποφασισμένος στο κλάσμα της κίνησης να μας αγναντέψει όλους μας οικία, να αρθρώσει σε ευδιάκριτο μονοσυλλαβισμό το αποχαιρετιστήριο “Ελεείτε!”.

να αρθρώσει σε ευδιάκριτο μονοσυλλαβισμό το αποχαιρετιστήριο “Ελεείτε!”
Με την αναστάτωση της εφηβείας μου η επαναλαμβανόμενη σκηνική παρουσία του θείου Βαγγέλη μετουσιώθηκε από δραματουργία συναισθημάτων σε αναζήτηση παρασκηνιακών γεγονότων. Οι συγγενείς αφηγόντουσαν πως υπήρξε αντάρτης στα βουνά όταν συλλήφθηκε στον εμφύλιο. Εικάζεται πως βασανίσθηκε, χτυπήθηκε στο κεφάλι, το τραύμα του άφησε κουσούρι στο μίλημα, στη σκέψη, στη μνήμη. Νομοτελειακά επέστρεψε στο χωριό, αν και τραυλός, αλλοπρόσαλλα ταραγμένος, δηλαδή ανίκανος να πιάσει το νήμα της πρωτύτερης ζωής.
Κοιμόταν στην μοναδική επιστεγασμένη γωνιά που είχε απομείνει στο επίσης αποδεκατισμένο σπίτι του. Αφόδευε στη γούβα που είχε ανοίξει πριν το πλάτωμα του κήπου, ενώ το τρίγωνο βιωσιμότητας συμπληρωνόταν από μια προχειροστημένη εστία στα ίχνη του ισοπεδωμένου τζακιού.
Οι ντόπιοι που ρώτησα να μάθω την ιστορία του συγγενή μας, αναμασούσαν λόγο παρηγορητικό, φορτωμένο από το μαγικό πείσμα της μεταπολιτευτικής επαρχίας για ωραιοποιημένες διηγήσεις. Διακοσμούσαν το αντάρτικο ιστόρημα με ανθηρές περιγραφές για την όμορφη πρωτευουσιάνα του κόμματος, που μαγνήτισε και τράβηξε από το μανίκι το Βαγγέλη στην Αθήνα, σπρώχνοντάς τον μέχρι τα Δεκεμβριανά. Ο παράφορος, εντέλει άκαρπος κι άρα αχρείαστος έρωτας, προσέφερε κόσμια εξήγηση για τη δριμεία απόκλιση του θείου από το δρόμο της ευδαιμονίας που ενσάρκωνε ο συνετός αδερφός του (ο παππούς Ιωάννης). Ο οποίος ευτύχησε να γευθεί μισθό δημοσίου υπαλλήλου και να διαλέξει γυναίκα λυγερή, τόσο νεώτερή του, που αγόγγυστα τον γηροκόμησε από τα πρώιμα σημάδια της άνοιας μέχρι το θάνατό του σε προχωρημένη ηλικία.
Ο Ευάγγελος παρέμεινε ερμητικά πιστός στην πεποίθηση της γραμμικής ζωής που ενέδωσε, που σκάλωσε τόσο ανεπανόρθωτα ώστε να κατακρημνιστεί στην αμνησία. Όταν τον προσέγγιζα κατά την περιφορά του στα προαύλια της πλατείας, με κοίταζε μέσα από τα φουντωμένα φρύδια του, τρεμούλιαζε τα χείλη του να βγάλει παλμό φωνής, τσίτωνε τους αγκώνες να λυγίσει τα χέρια. Όπως ο υπερήλικας κι άεργος ιερέας που αναπαριστά πεισματικά στον καθρέφτη τη θεία κοινωνία των πιστών, με εργαλείο τη φθίνουσα φαντασία του. Με όση αμεσότητα επέτρεπε το θραύσμα της βιολογικής μνήμης, έψελνε ο θείος Βαγγέλης, απολογητικά, ακατάληπτες λέξεις, πριν του επιτραπεί λυτρωτικά ο λαρυγγικός σχηματισμός του Ελεείτε. Για να φύγει, στο τέλος της στιχομυθίας, θαμπωμένος από τον υπερκορεσμένο φωτοστολισμό που ανάβλυζαν γύρω μας τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια.

Πολλούς χειμώνες πίσω, φοιτητής στη Βιέννη πια εγώ, πέρναγα την περίοδο των Χριστουγέννων τακτικά από το δρόμο του, σε μια προσπάθεια να ανασυγκροτήσω το μωσαϊκό της πτώσης του – κατά τα την έμπνευση των ένθετων στις διανοουμενίστικες εφημερίδες της εποχής που αναλωνόντουσαν στη γραφική ανασκόπηση των γεγονότων της χρονιάς. Δίχως να διαβώ το κατώφλι, τον έπιανα με την άκρη του ματιού μου το Βαγγέλη να βράζει πατάτες στο λεβέτι, ή να πετάει ασβέστη στο λάκκο με τις ακαθαρσίες, ή να ξαποσταίνει ρακένδυτος στο ντιβάνι. Ανακούρκουδα, με τραβηγμένα τα γόνατα στον κορμό, τα χέρια τρέμουλα να βαστάζουν το καμπουριασμένο κεφάλι.
Καθώς μόνο αυτήν την εμβρυακή στάση είχε καταφέρει να διασώσει ως ιδιωτική μνήμη του ελέους: αυτός ο θείος αντιρρησίας των αστερισμών που εξοβέλιζαν τα εποχιακά μπιχλιμπίδια, ο άνεργος ζωοδόχος της αποδομημένης φάτνης. Τυλιγμένος σφικτά στο κουστούμι της άρρητης ενηλικίωσής του, αρχειοθετούσε πεισματικά το βιωματικό χρόνο, μήτρα της ζωής, που εμείς οι σώφρονες είχαμε ήδη για πάντα εγκαταλείψει .

Nεογέννητε Χριστέ, ελέησε τον άδηλο αδερφό σου_.