Αφήγηση

Κάθε καλοκαιρινό απόγευμα οι γονείς στρώναν κουρελούδες στην υπερυψωμένη βεράντα. Χάρη στο δυτικό της προσανατολισμό προσφερόταν για την αργόσυρτη παρατήρηση της ηλιακής καθόδου με φόντο τα περίφημα έργα του Μόρνου. Η γιαγιά Σοφία, που υπερφρονούσε για την άνεση των εγγονιών, άπλωνε με μια χεριά το γαλάζιο κλινοσκέπασμα – έτσι που τα ανάγλυφα σχέδιά του παίρναν μοτίβο βουνοκορφών πάνω από ποταμιά στα μάτια εμένα και του μικρότερου αδερφού μου Δημήτρη, λουσμένα στο φως του απογεύματος. Απέναντί μας, μια ώρα δρόμος με το περήφανο αυτοκίνητο, αλλά σχεδόν μπροστά μας μέσα από την παραίσθηση του αντικριστού ήλιου, αναδυόταν ο γκρίζος τοίχος ως πρωτόλεια αναφορά στο εργοτάξιο του Μόρνου: Ένα γυαλιστερό πισσόχαρτο χιλιομετρικών διαστάσεων που θα στεγανοποιούσε την πιο απείθαρχη πλευρά της τεχνητής λεκάνης, ένα θαύμα της τεχνικής, όπως λέγαν οι πολιτικοί μηχανικοί στην πλατεία του χωριού.
Εφόσον, μάλιστα, βοηθούσε η φορά του ανέμου, ακούγαμε το βοητό των ακμαίων φορτηγών στην κοιλάδα, ενώ συνάμα μας απόπαιρνε η ανακατεμένη με καμένο ντίζελ σκόνη.
Ενοράσεις ενός ξενιτεμένου τόσα χρόνια μετά, δεν αποκλείεται το σκηνικό να ήταν αποκύημα της παιδικής μου φαντασίας. Μέσα δεκαετίας του 70, κωμόπολη Λιδωρίκι, πρωτεύουσα της επαρχίας Δωρίδας.

Αφού έπεφτε το βράδυ, βγάζαμε σκαμνάκι στο μικρό μπαλκόνι του σαλονιού για να χαζέψουμε τις παρέες που σουλάτσαραν κάτω από τα πόδια μας. Οι γονείς μας – με την πίστη της νιότης στην ευδαιμονία της φιλίας – συγχρωτιζόντουσαν τακτικά με τους συναδέλφους τους στην ευεξία της βόλτας. Κατά την απουσία τους είχαμε την άδεια του παππού Δημήτρη να γευτούμε το νέκταρ της ΗΒΗ. Το πίναμε μεθυστικά, κατευθείαν από το στόμιο, αψηφώντας το κίνδυνο μόλυνσης που έκρυβε η αφή με τον νεωτερισμό του μπουκαλιού. Μέχρι που οι διερχόμενοι συνταξιούχοι κοντοχωριανοί μας χωράτευαν με τις τοπολαλιές τους προκειμένου να βγουν ο παππούς και η γιαγιά για καλησπέρα στο μπαλκόνι.
Ο παππούς – το γένος Καραχάλιου – ερχόταν πρώτος, καθότι φορτωμένος με το πείσμα του γραικού έσπευδε να ανάψει τσιγάρο. Η γιαγιά ακολουθούσε αφού χαμήλωνε την τηλεόραση και στεκόταν στην κάσα της μπαλκονόπορτας, ώστε να μη γίνεται άμεσος μάρτυρας του έγκαπνης παράβασης. Τότε εκείνος, θέλοντας να μας αναμεταδώσει τη ψυχραιμία του γνωστικού, τραβούσε από το πέτο του τον μόνιμα απασφαλισμένο στυλό για να τραβήξει μια χαρακιά στο πλατύ πακέτο τσιγαρέτων, σημειώνοντας ώρα και ημέρα. Φοβόμασταν κάθε φορά πως παρ όλη τη σιγουριά με την οποία εξέπνεε τον καπνό, θα φράζαν τα αγγεία του με κίνδυνο να πεθάνει αδιάβαστος, όπως του το φώναζε η μητέρα. Κατά μια άποψη μπορεί κι αυτή η φοβία να ήταν προϊόν παιδικής άγνοιας.

Τις Κυριακές η γιαγιά με έπαιρνε μαζί της στο νεκροταφείο. Το επέτρεπε το κατάλληλο της ηλικίας μου, αφού, σε αντίθεση με τον αδερφό μου, δεν με τρόμαζαν τα μνήματα, ούτε και παραπονιόμουν στη διαδρομή γα το νόημα αυτής. Η πορεία προς το λόφο με τα κυπαρίσσια στην άκρη του χωριού είχε τον απροσδόκητο χαρακτήρα μιας κλιμακούμενης ανακάλυψης. Η κοινωνικότητα της γιαγιάς Σοφίας – το γένος Ζαργάνη – εκδηλωνόταν μέσα από ολιγόλεπτες στάσεις στο διάβα μας, με πρόθεση να χαιρετίσει γνωστούς και συγγενείς. Στάσεις που οριοθετούσαν στο βλέμμα μου τον τόπο, καθώς στο μυαλό μου αποτυπωνόντουσαν βιωματικά το ομιλητικό χαμόγελο του λιανέμπορα (Σκούτας), η απρόσμενη ραστώνη του φωτογράφου (Γελαμάς), η εκκωφαντική σπίθα του σιδερά (Κάρμας), το λαμπαδινό παντελόνι του ράφτη (Μαναγλιώτης), η ζελατένια χωρίστρα του χονδρέμπορου (Λακαφώσης). Και άλλων πολλών, τώρα πια σχεδόν αγνώστων στο σκληρωτικό μνημονικό μου, που αναπαύονται στα πατρικά τους εδάφη.
Την καμάρωνα τη γιαγιά για το ετοιμόλογο πνεύμα της, βαπτισμένο στην πεποίθηση πως η καλοτυχία στη ζωή επέρχεται με τη σκωπτική, αλλά ποτέ εκκωφαντική, επικοινωνία των διακαών εγνοιών. Εξάλλου ο μύθος υποστήριζε πως στα νιάτα της λίγο έλειψε να σπουδάσει δασκάλα, αν ο ζάμπλουτος θείος από το Σικάγο είχε βρει τον τρόπο να στείλει τα αναγκαία χρήματα στην ανεπάντεχα έξυπνη και απρόσμενα λυγερή Σοφία. Μόνο που οι τίμιοι ταχυδρόμοι την εποχή εκείνη δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στο απομονωμένο χωριό Σεβεδίκο Δωρίδας, μέχρι που ήρθε η σειρά της να αποκατασταθεί κι αυτή κατά την τύχη της.
Με το τέλος της αφήγησης καθόταν στα πρώτα σκαλιά πριν την μαντεμένια πόρτα του νεκροταφείο κι ατένιζε – να πάρει ανάσα – το Σεβεδίκο στο αντίπερο βουνό. Το χωριό της δε θα θαβόταν στη λίμνη – σε αντίθεση με το συγγενικό Βελούχι, η γονιδιακή μνήμη είχε εξασφαλισθεί στη συνέχεια του τόπου. Ελάττωνα, τότε, το βηματισμό για να σταθώ δίπλα στο άγαρμπο, τρεμάμενο φράχτη που διαχώριζε το καλδερίμι της ανηφοριάς από την αλάνα των Λυόμενων, όπως είχε ονοματιστεί ο οικισμός των εργατών που δούλευαν στα έργα του Μόρνου. Πολλαπλά σανιδόσπιτα, στοιχισμένα σε σειρές, συμμετρικά τοποθετημένα στην ομοιομορφία των μικρών τους διαστάσεων γύρω από χαλικοστρωμένες αυλές . Την ίδια εικόνα ομοιομορφίας μου προξενούσε το κομβόι των φορτηγών με τις ξεπλυμένες μπλε τέντες τους να επισκιάζουν την καρότσα τους, όπως μετέφεραν σειριακά τους ανώνυμους εργάτες το πρωί στο Φράγμα, το απόγευμα στα Λυόμενα.

Αυτό το χειμωνιάτικο βράδυ ο πατέρας ήρθε σπίτι νωρίτερα από τα προκαθορισμένα. Τα λιγδωμένα από τα τραπουλόχαρτα δάκτυλά του ξεδιπλώθηκαν στη σόμπα, εμφανώς τόσο κουμπωμένα που η μητέρα απέφυγε τα τετριμμένα σχόλια για την μπόχα των τσιγάρων που διαπότιζε τα ρούχα του. Έσπευσε να κλείσει με το πόδι της την πόρτα πίσω από το κρεββάτι μου, το πάτωμα έτριξε στο γρήγορο βηματισμό της.

Δυστύχημα στο Μόρνο, σκοτώθηκε εργάτης. Τον πλάκωσε φορτηγό.

Η γιαγιά μάς ορμήνευσε να είμαστε χαμηλόφωνοι, να μη γελάμε, ούτε να ρωτάμε τα πώς και τι. Επέμενε να μας συνοδεύσει μέχρι την εξώπορτα της αυλής για να επιθεωρήσει τις κουκούλες των μπουφάν μας στα αυτιά, μη τυχόν μας παρασύρουν αυτοκίνητα στο δρόμο. Τραβήξαμε για το καφενείο του Κλώσα, κάνοντας πρόβα στη χρεία της φωνής που θα ταίριαζε στην περίσταση της επίσκεψης καθώς και στις πιθανολογούμενες ερωτοαπαντήσεις. Ο πατέρας φάνηκε πίσω από το τζάμι, μισάνοιξε την πόρτα πριν πιάσει άγαρμπα το χέρι των δυονών μας. Το ντουμάνι της κλεισούρας, σε συνδυασμό με το συριγμό από το φυλλομέτρημα της κολιτσίνας μάς ξέβγαλαν από την περισυλλογή. Στην επόμενη πλατεία του χωριού μπήκαμε στο ζαχαροπλαστείο του Φαλίδα να αγοράσουμε σοκολατένιες μαργαρίτες. Κι εκεί μάρτυρας μας ο παλλόμενος ήχος της ζωής να αντιστέκεται στην εντροπία: Μια σκάλα που σούρθηκε στο μωσαϊκό, δυο παιδαρέλια πάνω της που κρέμαγαν γιρλάντες, τα χαχανητά τους που ρήμαζαν το παράπονο του Καζαντζίδη στην αποκριάτικη αίθουσα. Σύντομα οι ντόπιοι, με τους εκλεκτούς μετοίκους, θα διοργάνωναν χοροεσπερίδα, θα πέταγαν σοκολάτες ΙΟΝ, ψηλά στον αέρα, τα παιδιά Ζορό θα κάναν βουτιά στις στοίβες από χαρτοπόλεμο για τις βρούνε, πριν αποκοιμηθούν στη γαλαρία των καρεκλών, θα αφήναν τη μουσική ανενόχλητη να χορέψει τους ενήλικες. Φεύγοντας από εκεί η Φαλίδαινα τράβηξε μονοσήμαντα το κασετόφωνο από την πρίζα, προφανώς είχε μάθει για το πού πηγαίναμε.
Στο λυόμενο μας άνοιξε η μαυροφορεμένη, ο πατέρας θα επέστρεφε σε λίγη ώρα. Παρατηρήσαμε την καύτρα του τσιγάρου του να χάνεται πυγολαμπίδα στο σκοτάδι, πριν περάσουμε την πόρτα για να συλλυπηθούμε τα δύο νιόρφανα.

Καθισμένοι βιαστικά στον κοντοπόδαρο καναπέ, η σόμπα μας πύρωσε μονομιάς τα πρόσωπα, ενισχύοντας την οσμή του κατακαθήμενου λιβανιού. Τα αγόρια, ο μεγάλος θα τέλειωνε του χρόνου το δημοτικό, πήραν θέση στα σκαμπό. Στην αναλαμπή της φλόγας η καμπούρα λόγω της καθιστικής τους στάσης, έδειχνε να μεταλαμπαδεύεται στο άβολα χαμηλωμένο βλέμμα τους. Ο μεγαλύτερός τους, ο Θωμάς, μας πρότεινε μονολεκτικά να παίξουμε playmobil και το προβλεπόμενο ανθρωπάκι ξεπρόβαλε από την τσέπη του. Τόσο άτσαλα, που η μικροσκοπική περούκα του ξεκόλλησε και κύλισε στη χαραμάδα του πατώματος.
Η χήρα έσπευσε να μας σερβίρει δύο φιαλίδια συμπυκνωμένου χυμού πορτοκαλάδας, πρόσθεσε νερό μέχρι το χείλος των ποτηριών, ψιθυρίζοντας συγγνώμη για τις σταγόνες που ύγραναν , απόκοσμα στρουμπουλές, τη φορμάικα του τραπεζιού. Έπειτα αποχώρησε στο υπνοδωμάτιο, εκεί κυριαρχούσε θαμπωμένο πράσινο από το λαμπτήρα του εικονοστασίου. Στο κλείσιμο της πόρτας η χαραμάδα άρχισε να ακτινοβολεί ράθυμα, σημάδι πως η μητέρα του Θωμά είχε άναψε την τηλεόραση.
Τότε ανακάλεσα, με όσο απόθεμα ευπιστίας μου επέτρεπε η ωριμότητα της ηλικίας (μου; της;), το νεανικό της πρόσωπο, ως σημάδι της κυρίαρχης μοναξιάς που αποτινάζεται το δίδαγμα της παραβολής: Όταν, μήνες νωρίτερα, πέθανε ο μπάρμπα Θεοχάρης, ο χρόνια κατάκοιτος αδερφός του παππού, η γιαγιά έσουρε κραυγή να κλείσουμε την τηλεόραση, βάζοντας φραγμό στη ροή των γεγονότων που αποσπούν τον ευλαβή συλλογισμό του νεκρού, όσο ακόμα η ψυχή του κοντοφέρνει στον επίγειο χωροχρόνο.
Η επίσκεψη μας στο λυόμενο έκλεισε σχεδόν δραματουργικά με την άκαρπη προσπάθεια του Θωμά να κουμπώσει την πλαστική κόμη στην κούφια κεφαλή της φιγούρας. Καθώς στωικά την παρέδωσε στο τέλος στον αδερφό μου, αυτός χρειάστηκε ένα μόλις κλικ για να αποκαταστήσει το παιχνίδι. Δε γέλασε κανείς.

Τη Μεγάλη Παρασκευή της ερχόμενης άνοιξης ήταν ανέφικτο να διακρίνω την κορμοστασιά των ορφανών στο χλωμό φως των παιδικών φαναριών. Επέστρεψαν στην Αθήνα, απάντησε η μητέρα. Για πάντα, συμπλήρωσε. Σκεπάζοντας με την παλάμη της το μωροδίστικο κεφάλι της αποκοιμισμένης στην αγκαλιά της αδερφής, μας υπόδειξε να περάσουμε κι εμείς κάτω από τον Επιτάφιο. Στην έξοδο από την Εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής αισθανθήκαμε μικρές ψιχάλες να ξεβολεύουν την άχνα της κέρινης φλόγας, ο αέρας κουβάλαγε μια υπόνοια δροσιάς. Η λίμνη του Μόρνου είχε πλέον λόγο κι αιτία να φουσκώνει._

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *